Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἅμα πάντες

См. также в других словарях:

  • άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… …   Dictionary of Greek

  • έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… …   Dictionary of Greek

  • ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… …   Dictionary of Greek

  • ομοκλάω — ὁμοκλάω και ὁμοκλέω (Α) [ομοκλή] (επικ. τ.) 1. (ιδίως για πολλούς μαζί ανθρώπους) καλώ, φωνάζω, βοώ ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («μνηστῆρες δ ἅμα πάντες ὁμόκλεον», Ομ. Οδ.) 2. (για ένα πρόσ.) παροτρύνω, ενθαρρύνω κάποιον κραυγάζοντας, με δυνατή… …   Dictionary of Greek

  • οτρύνω — ὀτρύνω (Α) 1. παροτρύνω σε κάποιο έργο που απαιτεί τόλμη 2. (σπαν. σχετικά με ζώα) παρακινώ, κεντώ, παρορμώ («οὐρῆας τ ὠτρυνε», Ομ. Ιλ.) 3. επισπεύδω, επιταχύνω κάτι, κάνω να γίνει κάτι γρήγορα («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 4. (μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • σύνδυο — οι, τα / σύνδυο, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και συδυό και συνδυό Ν ανά δύο, δυο δυο, κατά ζεύγη («oἱ δ ἅμα πάντες σύνδυο κοιμήσαντο», Ύμν. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δύο] …   Dictionary of Greek

  • υπομένω — ὑπομένω, ΝΜΑ [μένω] κάνω υπομονή, δείχνω εγκαρτέρηοτ|, υποφέρω ή ανέχομαι κάτι (α. «οι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στη Μικρά Ασία υπέμειναν πολλές κακουχίες» β. «δούλειον ζυγὸν ὑπομένειν», Πλάτ.) αρχ. 1. μένω πίσω («οἱ δ ἅμα πάντες… …   Dictionary of Greek

  • έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …   Dictionary of Greek

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • προσδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. προσδέκομαι Α δέχομαι κάτι ευχαρίστως νεοελλ. δέχομαι επιπροσθέτως |] αρχ. 1. υποδέχομαι κάποιον με φιλικό τρόπο 2. (για βασιλιά) δέχομαι να παρουσιαστεί κάποιος ενώπιόν μου («ἅμα τῇ ἡμέρᾳ στὰς ὅπου ἐδόκει ἐπιτήδειον εἶναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»